διπλασίαση

διπλασίαση
η (Α διπλασίασις) [διπλασιάζω]
διπλασιασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διπλασιάσῃ — διπλασιάσηι , διπλασίασις fem dat sg (epic) διπλασιάζω double aor subj mid 2nd sg διπλασιάζω double aor subj act 3rd sg διπλασιάζω double fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίπλωση — η (AM δίπλωσις) [διπλώ] στον πληθ. διπλώσεις πτυχές υφάσματος νεοελλ. το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα μσν. γραμμ. η επανάληψη φθόγγου αρχ. 1. διπλασίαση 2. σύνθεση λέξεων 3. γυμναστική άσκηση, κάμψη τού άνω κορμού με παραμονή τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”